- εξίσχιος
- ος , ον с широким тазом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξίσχιος — ἐξίσχιος, ον (Α) αυτός που έχει προεκτεταμένα ισχύα, ξεγοφιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ισχίον] … Dictionary of Greek
ἐξίσχιον — ἐξίσχιος projecting at the hip masc/fem acc sg ἐξίσχιος projecting at the hip neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξίσχιοι — ἐξίσχιος projecting at the hip masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχίο — το (ΑΜ ἰσχίον) το τμήμα τού σώματος στο οποίο συνδέεται το κάτω άκρο με τη λεκάνη, γοφός νεοελλ. 1. ζωολ. το μεσαίο τμήμα τού αρθρωτού άκρου τών εντόμων το οποίο αρθρώνεται με τον θώρακα και με τον τροχαντήρα 2. ναυτ. το τμήμα τού σκάφους από την … Dictionary of Greek